- συντιλλω
- συντίλλωσυν-τίλλωодновременно ощипывать
(ὄρνιν Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄρνιν Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συντίλλω — Α (συν. το παθ.) συντίλλομαι μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίλλω «μαδώ»] … Dictionary of Greek